- καρφολογία
- καρφο-λογία, ἡ, das Flockenablesen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καρφολογία — η (AM καρφολογία) νεοελλ. αυτόματες, αδιάκοπες κινήσεις τών χεριών και τών δακτύλων τού ασθενούς σαν να θέλει να μαζέψει ξερά χόρτα και μικροαντικείμενα σε σοβαρές εγκεφαλικές ή οξείες λοιμώδεις παθήσεις μσν. αρχ. το να κόβει κανείς ξερά φύλλα ή… … Dictionary of Greek
καρφολογίας — καρφολογίᾱς , καρφολογία gather dry twigs fem acc pl καρφολογίᾱς , καρφολογία gather dry twigs fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Carphologia — (or carphology) is a lint picking behavior that is often a symptom of a delirious state. Often seen in delirious or semiconscious patients, carphologia describes the actions of picking or grasping at imaginary objects, as well as the patient s… … Wikipedia
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek